ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΑΝΕΜΦΑΝΙΣΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ

ΟΤΑΝ οι άνθρωποι νιώσουν ότι εξάντλησαν όλα τα αποθέματά τους κι ότι έφτασαν στο τέρμα όλων των έμφυτων δυνατοτήτων τους κι ότι τα προβλήματα και οι συνθήκες που αντιμετωπίζουν είναι πέραν επίλυσης ή χειρισμού, τείνουν να αναμένουν ένα θείο Ενδιάμεσο, ένα Μεσολαβητή που θα συνηγορήσει για την υπόθεσή τους στο Θεό και θα φέρει τη σωτηρία. Αναμένουν ένα Λυτρωτή. Αυτή η δοξασία για τους Μεσολαβητές, Μεσσίες, Χριστούς και Αβατάρ βρίσκεται να διατρέχει σαν χρυσό νήμα όλες τις θρησκείες και Γραφές του κόσμου και συνδέοντας τις παγκόσμιες αυτές Γραφές με κάποια κεντρική πηγή εκπόρευσης, υπάρχει σε μεγάλη αφθονία παντού. Ακόμη και η ανθρώπινη ψυχή θεωρείται σαν μεσολαβητής ανάμεσα στον άνθρωπο και το Θεό· ο Χριστός θεωρείται από εκατομμύρια ανθρώπους ότι δρα σαν θείος μεσολαβητής ανάμεσα στην ανθρωπότητα και τη θειότητα.

Επομένως ένας Αβατάρ ή ένας Χριστός προβάλλει για δύο λόγους: ο ένας είναι η ανεξερεύνητη και άγνωστη Αιτία που Τον παρακινεί να το κάνει κι ο άλλος είναι το αίτημα ή επίκληση της ίδιας της ανθρωπότητας. Συνεπώς ένας Αβατάρ συνιστά πνευματικό γεγονός που έρχεται σ’ εμάς για να επιφέρει μεγάλες αλλαγές ή μεγάλες επανορθώσεις, για να εγκαινιάσει ένα νέο πολιτισμό ή να αποκαταστήσει τους «αρχαίους οδοδείκτες» και να οδηγήσει τον άνθρωπο πλησιέστερα στο θείο. Χαρακτηρίσθηκαν σαν «εξαιρετικοί άνθρωποι που εμφανίζονται κατά καιρούς για να αλλάξουν την όψη του κόσμου και να εγκαινιάσουν μια νέα εποχή στα πεπρωμένα της ανθρωπότητας». Έρχονται σε καιρούς κρίσης· συχνά δημιουργούν κρίσεις για να τερματίσουν το παλιό και το ανεπιθύμητο και ν’ ανοίξουν το δρόμο σε νέες και καταλληλότερες μορφές για την εξελισσόμενη ζωή του Ενυπάρχοντος Θεού στη Φύση. Έρχονται όταν το κακό μαίνεται. Γι’ αυτό το λόγο, αν όχι για άλλο, μπορούμε σήμερα ν’ αναζητήσουμε έναν Αβατάρ. Η αναγκαία σκηνή έχει στηθεί για την επανεμφάνιση του Χριστού.

Αντιμετωπίζουμε την επιλογή της αποδοχής και της επακόλουθης ευθύνης, ή της απόρριψης της ιδέας και της επακόλουθης αντίληψης ότι δεν μας αφορά. Ωστόσο ό,τι αποφασίσουμε αυτή την εποχή και περίοδο θα επηρεάσει σαφώς το υπόλοιπο της δραστηριότητάς μας στη ζωή μας, γιατί είτε θα ρίξουμε το βάρος ή τη βοήθεια που μπορούμε να προσφέρουμε στην πλευρά της επίκλησης του Χριστού και της προετοιμασίας της επιστροφής Του, ή θα συνταχθούμε με τις τάξεις εκείνων που θεωρούν την όλη υπόθεση σαν έκκληση στους ανόητους και τους εύπιστους και πιθανόν να εργασθούμε για ν’ αποτρέψουμε την εξαπάτηση των ανθρώπων απ’ ό,τι αποφασίσαμε ότι είναι εμπαιγμός. Εδώ βρίσκεται η πρόκλησή μας. Θα χρειασθούμε για να την αντιμετωπίσουμε ό,τι διαθέτουμε σε αίσθηση αξιών κι ό,τι μπορούμε να προσφέρουμε σε μια εξειδικευμένη ενορατική έρευνα. Μπορεί τότε να αντιληφθούμε ότι η υποσχεθείσα αυτή επανεμφάνιση είναι σύμφωνη με τη γενική θρησκευτική πίστη και την κύρια ελπίδα που απέμεινε στο νου των ανθρώπων, η οποία μπορεί να φέρει αληθινή ανακούφιση στην πάσχουσα ανθρωπότητα.

Για όσους αποδέχονται την πιθανότητα της επανεμφάνισής Του και είναι πρόθυμοι να δεχθούν ότι η ιστορία μπορεί πάλι να επαναληφθεί, υπάρχουν τρία ερωτήματα τα οποία μπορούμε να τους υποβάλλουμε – οι απαντήσεις των οποίων είναι αυστηρά ατομικές. Αυτά είναι:

  1. Πώς μπορώ προσωπικά ν’ αντιμετωπίσω αυτή την πρόκληση;
  2. Τι μπορώ ειδικά να κάνω;
  3. Ποια είναι τα βήματα που πρέπει να κάνω και πού είναι εκείνοι που θα συνεργασθούν μαζί μου;

Ό,τι αναγράφεται εδώ και στις επόμενες σελίδες προορίζεται ουσιαστικά για όσους αποδέχονται το γεγονός του Χριστού, αναγνωρίζουν τη συνέχεια της αποκάλυψης και είναι πρόθυμοι ν’ αποδεχθούν τη δυνατότητα της επιστροφής Του.

Οι περιπλοκές και οι δυσχέρειες της μεταπολεμικής περιόδου είναι πολύ μεγάλες. Όσο πλησιέστερα βρίσκεται ο άνθρωπος στην πηγή του πνευματικού φωτός και της δύναμης τόσο δυσκολότερο είναι το πρόβλημά του, γιατί οι ανθρώπινες υποθέσεις φαίνονται αυτή την εποχή πολύ μακριά από τη θεία αυτή δυνατότητα. Θα χρειασθεί όλη του την υπομονή, την κατανόηση και την καλή θέληση. Ταυτόχρονα θα είναι διαυγέστερη η κατανόησή του των γεγονότων. Υπάρχουν εσωτερικά κι εξωτερικά προβλήματα που πρέπει να λυθούν· υπάρχουν εσωτερικές κι εξωτερικές δυνατότητες που μπορούν να γίνουν πραγματικές. Καθώς ο μαθητής αντιμετωπίζει τα εσώτερα και τα εξωτερικά γεγονότα και δυνατότητες, έχει την τάση να καταγράφει μια αίσθηση πλήρους απογοήτευσης· λαχταρά να βοηθήσει, αλλά δεν ξέρει τι να κάνει· η σύλληψή του των απειλητικών δυσκολιών, η ανάλυση των εφοδίων του κι εκείνων με τους οποίους εργάζεται και η διαύγεια της αντίληψής του ως προς τις δυνάμεις που του αντιτίθενται, τον κάνουν να έχει τη διάθεση να μένει άπρακτος και να λέει: Ποια η χρησιμότητα οποιασδήποτε προσπάθειας που μπορώ να κάνω; Γιατί δεν αφήνω τις δύο δυνάμεις του καλού και του κακού, της Μαύρης Στοάς και της Πνευματικής Ιεραρχίας, να πολεμήσουν μόνες; Γιατί να μην αφήσω την πίεση του εξελικτικού ρεύματος να φέρει τελικά κι επιτέλους την κατάπαυση της μάχης και το θρίαμβο του καλού; Γιατί να επιχειρώ να το κάνω τώρα; Τέτοιες αντιδράσεις είναι φυσικές και υγιείς. Το πρόβλημα εμφανίζεται πολύ μεγάλο, πολύ τρομερό και ο ίδιος ο άνθρωπος φαίνεται πολύ μικρός κι ανίσχυρος.

Ωστόσο η μάζα του άμεσου καλού και του οράματος στον κόσμο είναι τεράστια και το ποσό της διαυγούς ανθρωπιστικής σκέψης είναι απεριόριστο· στα χέρια των μαζών των αγαθών μικρών ανθρώπων και των εκατομμυρίων των ορθά σκεπτόμενων ατόμων σε κάθε χώρα βρίσκεται η σωτηρία του κόσμου και απ’ αυτούς θα γίνει το προπαρασκευαστικό έργο για τον Ερχομό του Χριστού. Αριθμητικά είναι επαρκείς για το έργο και χρειάζονται μόνο επιβεβαίωση κι ένα συνετό συντονισμό για να προετοιμασθούν για την απαιτούμενη υπηρεσία, πριν γίνει εφικτή η επανεμφάνιση του Χριστού. Τα προβλήματα πρέπει ν’ αντιμετωπίζονται με θάρρος, αλήθεια και κατανόηση καθώς και με προθυμία να μιλήσουν με γεγονότα, με απλότητα κι αγάπη σε μια προσπάθεια να εκθέσουν την αλήθεια και να διευκρινίσουν τα προβλήματα που πρέπει να λυθούν. Oι αντιτιθέμενες δυνάμεις του περιχαρακωμένου κακού πρέπει να κατατροπωθούν προτού μπορέσει Αυτός που περιμένουν όλοι οι άνθρωποι, ο Χριστός, να έρθει.

Η γνώση ότι Εκείνος είναι έτοιμος κι ανυπομονεί να εμφανισθεί δημόσια στην αγαπημένη Του ανθρωπότητα προσθέτει απλώς στην αίσθηση της γενικής ματαιότητας και προβάλλει άλλο ένα πολύ ζωτικό ερώτημα: Για ποια χρονική περίοδο πρέπει να υπομένουμε, να μοχθούμε και ν’ αγωνιζόμαστε; Η απάντηση είναι σαφής· θα έρθει σίγουρα όταν αποκατασταθεί ένα μέτρο ειρήνης, όταν η αρχή του μερισμού θα βρίσκεται τουλάχιστον σε διαδικασία ελέγχου των οικονομικών υποθέσεων κι όταν οι εκκλησίες θα έχουν αρχίσει να καθαρίζουν τον οίκο τους. Τότε Εκείνος μπορεί και θα έρθει· τότε η Βασιλεία του Θεού θ’ αναγνωρισθεί δημόσια και δεν θ’ αποτελεί πλέον ζήτημα ονείρων, ευσεβών πόθων και ορθόδοξων ελπίδων.

Oι άνθρωποι τείνουν να ρωτούν γιατί δεν έρχεται ο Χριστός –με τις πομπές και τελετές που αποδίδουν οι εκκλησίες στο γεγονός– και με τον ερχομό Του να καταδείξει τη θεία Του δύναμη, ν’ αποδείξει πειστικά την εξουσία και την ισχύ του Θεού κι έτσι να τερματίσει τον κύκλο της αγωνίας και της δυστυχίας. Οι απαντήσεις σ’ αυτό είναι πολλές. Πρέπει να θυμάστε ότι ο κύριος σκοπός του Χριστού δεν είναι να επιδείξει δύναμη, αλλά να δημοσιοποιήσει το ήδη υπαρκτό Βασίλειο του Θεού. Επίσης όταν ήρθε πριν δεν αναγνωρίσθηκε και υπάρχει καμιά εγγύηση ότι αυτή τη φορά θα είναι διαφορετικά; Μπορεί να ρωτήσετε γιατί δεν θ’ αναγνωρισθεί; Επειδή τα μάτια των ανθρώπων είναι τυφλωμένα από τα δάκρυα του αυτοοικτιρμού κι όχι της μετάνοιας· επειδή οι καρδιές των ανθρώπων είναι ακόμη διεφθαρμένες απ’ την ιδιοτέλεια που δεν θεράπευσε η αγωνία του πολέμου· επειδή τα πρότυπα αξιών είναι τα ίδια με της διεφθαρμένης Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας που είδε την πρώτη Του εμφάνιση, μόνο που εκείνη την εποχή τα πρότυπα ήταν τοπικά κι όχι παγκόσμια· επειδή εκείνοι που θα μπορούσαν να Τον αναγνωρίσουν κι ελπίζουν και λαχταρούν την επιστροφή Του δεν είναι πρόθυμοι να κάνουν τις αναγκαίες θυσίες κι έτσι να εξασφαλίσουν την επιτυχία της επανόδου Του.

Ωστόσο, ο σύγχρονος εσωτερισμός και η επιτυχία της επιστημονικής, πνευματικής ζωής αναγνωρίζονται τόσο πλατιά και πάνω απ’ όλα τα θαύματα της επιστήμης και οι δραστηριότητες των πολλών ανθρωπιστικών κινημάτων, δεν δείχνουν θεία απογοήτευση αλλά ανάπτυξη της πνευματικής κατανόησης· η δύναμη του πνεύματος είναι ακατανίκητη. Αυτές οι πτυχές της ανθρώπινης συμπεριφοράς υποδεικνύουν το θαύμα της θειότητας στον άνθρωπο και την επιτυχία του θείου σχεδίου για την ανθρωπότητα. Η Θεότητα, ωστόσο, περιμένει την έκφραση της ελεύθερης βούλησης του ανθρώπου, η ευφυΐα του και η ανάπτυξη της καλής θελήσεως έχουν ήδη εκφραστεί.

Ο Χριστός και η πνευματική Ιεραρχία δεν παρεμβαίνουν ποτέ –αδιάφορο ποιο μπορεί να είναι το κίνητρο– πάνω στο θείο δικαίωμα της ανθρωπότητας να επιτύχει την απελευθέρωση πολεμώντας για την ελευθερία ατομικά, εθνικά και διεθνώς. Όταν η αληθινή ελευθερία θα καλύπτει τη γη, θα δούμε το τέλος της τυραννίας, πολιτικά και θρησκευτικά. Δεν αναφέρομαι εδώ στη σύγχρονη δημοκρατία που προς το παρόν είναι μια φιλοσοφία ευσεβούς πόθου, αλλά σ’ εκείνη την πολιτική κατάσταση όπου θα κυβερνούν οι ίδιοι οι λαοί· αυτοί οι λαοί δεν θ’ ανέχονται καμιά αυθεντία στην εκκλησία ή τον ολοκληρωτισμό οποιουδήποτε πολιτικού συστήματος· δεν θα δέχονται ούτε θα επιτρέπουν να κυβερνά οποιοδήποτε σώμα ανθρώπων που θ’ αναλαμβάνει να τους πει τι πρέπει να πιστεύουν για να σωθούν, ή ποια κυβέρνηση πρέπει να δεχθούν. Όταν οι άνθρωποι λένε την αλήθεια, και όταν μπορούν να είναι δίκαιοι και να αποφασίζουν οι ίδιοι για αυτούς, θα δούμε ένα πολύ καλύτερο κόσμο.

Δεν είναι απαραίτητο αυτοί στόχοι πρέπει να είναι εκπληρωμένα γεγονότα στη γη πριν έρθει ο Χριστός. Είναι, ωστόσο, απαραίτητο αυτή η στάση προς τη θρησκεία και την πολιτική πρέπει να είναι γενικά αποδεκτή σαν αναγκαία για όλους τους ανθρώπους κι ότι πρέπει να έχουν γίνει επιτυχή βήματα προς την κατεύθυνση των ορθών ανθρώπινων σχέσεων. Αυτά είναι τα πράγματα στα οποία ο νέος όμιλος εξυπηρετητών του κόσμου, οι μαθητές, οι ζηλωτές και οι άνθρωποι καλής θέλησης παντού πρέπει να πιστεύουν και να διδάσκουν την προετοιμασία για τον ερχομό Του.

Αυτό που θα αντισταθμίσει την απογοήτευση και την αίσθηση ματαιότητας και θα παρέχει επίσης τα αναγκαία κίνητρα για την οικοδόμηση του νέου κόσμου θα είναι η πίστη στην ουσιαστική θεότητα της ανθρωπότητας, στην εξελικτική διαδικασία ότι η ανθρωπότητα κινείται σταθερά προς τα εμπρός με σοφία και γνώση, περιλαμβάνοντας πλατειά την αποδοχή και την ανάπτυξη μιας κατάστασης του νου που θα βασίζεται στην πίστη της αλήθειας των ιστορικών αρχείων τα οποία μαρτυρούν πολλές ελεύσεις σε κρίσιμες στιγμές των ανθρώπινων υποθέσεων και πολλούς παγκόσμιους Σωτήρες – απ’ τους Oποίους ο Χριστός ήταν ο μέγιστος. Η ορθή κι εποικοδομητική στάση πρέπει να βασίζεται επίσης στην έμφυτη αναγνώριση της ύπαρξης του Χριστού και της Παρουσίας Του μαζί μας όλες τις εποχές· πρέπει να θεμελιώνεται στη γνώση ότι ο παγκόσμιος πόλεμος (1914-45) –με όλους τους ανείπωτους τρόμους, τις σκληρότητες και τις κατακλυσμικές καταστροφές του– δεν ήταν παρά το σάρωθρο του Πατρός όλων, που σαρώνει όλα τα εμπόδια απ’ την ατραπό του επιστρέφοντος Υιού Tου. Θα ήταν σχεδόν αδύνατο να προετοιμασθούμε για τον ερχομό με τις προπολεμικές συνθήκες. Πάνω σ’ αυτά τα γεγονότα ο νέος όμιλος υπηρετών του κόσμου πρέπει σήμερα να πάρει τη θέση του. Πρέπει ν’ αναγνωρίσει τους παρεμποδιστικούς παράγοντες, αλλά πρέπει επίσης ν’ αρνηθεί να απογοητευθεί απ’ αυτούς· πρέπει να γνωρίζει τα εμπόδια (πολλά απ’ αυτά είναι οικονομικά και βασίζονται στην υλική απληστία) και μετά να επιδείξει μια τέτοια επιδεξιότητα στη δράση κι ένα τέτοιο επιχειρηματικό δαιμόνιο, ώστε να υπερνικηθούν αυτά τα εμπόδια· πρέπει να βαδίσει με καθαρά μάτια μέσα από τις παγκόσμιες δυσκολίες και να περάσει άθικτος και με επιτυχία διαμέσου όλων των παραγόντων της απογοήτευσης.

Υπάρχουν δύο παράγοντες που ρυθμίζουν την τωρινή ευκαιρία· αυτοί μπορεί να θεωρηθούν ότι παρεμποδίζουν τόσο ολοκληρωτικά, ώστε αν δεν απομακρυνθούν θα υπάρξει μια μεγάλη καθυστέρηση προτού μπορέσει ο Χριστός να επιστρέψει. Αυτοί είναι:

  1. Η αδράνεια του μέσου ζηλωτή ή του πνευματικά σκεπτόμενου ανθρώπου σε κάθε χώρα της Ανατολής ή της Δύσης.
  2. Η έλλειψη χρήματος για το έργο της προετοιμασίας.

Ας διατηρούμε αυτά τα θέματα απλά και στο επίπεδο όπου εργάζονται και σκέφτονται σήμερα οι περισσότεροι άνθρωποι· ας είμαστε έντονα πρακτικοί κι ας αναγκάσουμε τον εαυτό μας να δει τις συνθήκες όπως είναι, φτάνοντας έτσι σε μια καλύτερη γνώση του εαυτού μας και των κινήτρων μας.

1. Η ΑΔΡΑΝΕΙΑ ΤΟΥ ΜΕΣΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΑ ΣΚΕΠΤΟΜΕΝΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ

O μέσος ζηλωτής, ο άνθρωπος καλής θέλησης, ή ο μαθητής έχει σταθερή επίγνωση της πρόκλησης των καιρών και της ευκαιρίας που μπορούν να προσφέρουν τα πνευματικά συμβάντα. Η επιθυμία να κάνει το καλό και να εκπληρώσει τους πνευματικούς στόχους βασανίζει διαρκώς τη συνείδησή του. Κανένας που αγαπά το συνάνθρωπό του, που έχει το όνειρο να δει το Βασίλειο του Θεού να υλοποιείται στη γη, ή έχει συνείδηση της αφύπνισης των μαζών –όσο αργή κι αν είναι– στις ανώτερες πνευματικές αξίες, δεν μπορεί να είναι ικανοποιημένος. Αντιλαμβάνεται πως ό,τι συνεισφέρει για να βοηθήσει τους επιθυμητούς αυτούς σκοπούς είναι πράγματι λίγο. Γνωρίζει ότι η πνευματική του ζωή είναι δευτερεύον ζήτημα· είναι κάτι που κρατά προσεκτικά για τον εαυτό του και συχνά φοβάται να το αναφέρει στους κοντινούς και τους αγαπητούς του· προσπαθεί να συνταιριάξει τις πνευματικές του προσπάθειες με τη συνηθισμένη εξωτερική ζωή του, αγωνιζόμενος να βρει χρόνο και ευκαιρία γι’ αυτή με ένα γλυκό, ασήμαντο κι ακίνδυνο τρόπο. Βρίσκει ότι είναι αβοήθητος μπροστά στο έργο της οργάνωσης και της διευθέτησης των υποθέσεών του, έτσι ώστε να μπορέσει να κυριαρχήσει ο πνευματικός τρόπος ζωής· ψάχνει άλλοθι για τον εαυτό του και τελικά δικαιολογείται με τόση επιτυχία ώστε καταλήγει να αποφασίσει πως κάνει το καλύτερο που μπορεί να γίνει στις δεδομένες περιστάσεις. Η αλήθεια είναι ότι κάνει τόσα λίγα ώστε πιθανόν να αφιερώνει μια ώρα (ή ίσως δύο) από τις είκοσι τέσσερις για το έργο του Διδασκάλου· κρύβεται πίσω από το άλλοθι ότι οι οικογενειακές υποχρεώσεις τον εμποδίζουν να κάνει περισσότερα και δεν αντιλαμβάνεται ότι –με δεδομένη διακριτικότητα κι αγαπητική κατανόηση– το οικογενειακό του περιβάλλον μπορεί και πρέπει να είναι το πεδίο στο οποίο θριαμβεύει· λησμονεί ότι δεν υπάρχουν περιστάσεις στις οποίες μπορεί να ηττηθεί το πνεύμα του ανθρώπου. Oι περιστάσεις και το περιβάλλον δεν προσφέρουν κανένα αληθινό εμπόδιο για την πνευματική ζωή.

Ίσως κρύβεται πίσω από το άλλοθι της κακής υγείας και συχνά πίσω από μια φανταστική ασθένεια. Αφιερώνει τόσο χρόνο στη φροντίδα του εαυτού του, ώστε οι ώρες που θα μπορούσαν να δοθούν στο έργο του Διδασκάλου περικόπτονται άμεσα και σοβαρά· είναι τόσο απασχολημένος νιώθοντας άρρωστος, ή φροντίζοντας ένα κρυολόγημα, ή με φανταστικά καρδιακά προβλήματα, ώστε η «σωματική του συνείδηση» αναπτύσσεται σταθερά μέχρι τελικά να κυριαρχήσει στη ζωή του· τότε είναι πολύ αργά να κάνει οτιδήποτε. Αυτό συμβαίνει ιδιαίτερα σε άτομα που έφτασαν στο πεντηκοστό έτος τους και πάνω. Είναι ένα άλλοθι που δεν είναι δύσκολο να χρησιμοποιηθεί γιατί πολλοί νιώθουν κουρασμένοι και φιλάσθενοι κι αυτό με την πάροδο των χρόνων τείνει να χειροτερεύσει.

Η μόνη θεραπεία γι’ αυτή την υφέρπουσα αδράνεια είναι να αγνοήσετε το σώμα και να χαρείτε τη ζωντάνια της υπηρεσίας. Δεν αναφέρομαι εδώ σε συγκεκριμένη ασθένεια ή σε σοβαρά φυσικά μειονεκτήματα· σ’ αυτά πρέπει να δοθεί σωστή φροντίδα και προσοχή· αναφέρομαι στους χιλιάδες ασθενικούς άνδρες και γυναίκες που είναι απορροφημένοι στη φροντίδα του εαυτού τους κι έτσι ξοδεύουν ώρες από το χρόνο που θα μπορούσε να δοθεί στην υπηρεσία της ανθρωπότητας. Ζητώ από εκείνους που θέλουν να βαδίσουν την Ατραπό της Μαθητείας να αποδεσμεύσουν τις πολλές εκείνες ώρες που ξοδεύονται σε άσκοπη φροντίδα του εαυτού τους στην υπηρεσία της Ιεραρχίας.

Ένα άλλο άλλοθι που οδηγεί στην αδράνεια είναι ο φόβος που έχουν οι άνθρωποι να μιλήσουν σε άλλους για τα πράγματα του Βασιλείου του Θεού· φοβούνται μήπως απορριφθούν ή χαρακτηρισθούν ιδιόρρυθμοι ή ενοχλητικοί. Επομένως, παραμένουν σιωπηλοί, χάνουν την ευκαιρία και δεν ανακαλύπτουν ποτέ πόσο έτοιμοι είναι οι άνθρωποι να συζητήσουν για τις πραγματικότητες, για την άνεση και την ελπίδα που μπορεί να φέρει η σκέψη της επιστροφής του Χριστού, ή για το μερισμό του πνευματικού φωτός. Αυτό είναι ουσιαστικά μια μορφή πνευματικής δειλίας, αλλά είναι τόσο διαδεδομένη ώστε είναι υπεύθυνη για την απώλεια εκατομμυρίων ωρών παγκόσμιας υπηρεσίας.

Υπάρχουν κι άλλα άλλοθι, αδελφέ μου, αλλά αυτά που αναφέρθηκαν παραπάνω είναι τα πιο κοινά· η αποδέσμευση της πλειονότητας των ζηλωτών απ’ αυτές τις παρεμποδιστικές συνθήκες θα έφερνε στην υπηρεσία του Χριστού τόσες πολλές ανθρωπο-ώρες και τόση υπερωριακή προσπάθεια, ώστε το έργο εκείνων που δεν δέχονται άλλοθι θα είχε ελαφρυνθεί πολύ κι ο ερχομός του Χριστού θα ήταν πολύ πιο κοντά απ’ ό,τι είναι σήμερα. Είναι ουσιαστικό ν’ αναγνωρίσουν όλοι οι ζηλωτές ότι στη θέση που βρίσκονται τώρα, ανάμεσα στους ανθρώπους που είναι οι καρμικοί σύντροφοί τους και με το ψυχολογικό και το φυσικό εξοπλισμό με τον οποίο είναι προικισμένοι, μπορούν και πρέπει να εργασθούν. Δεν υπάρχει κανένας πιθανός καταναγκασμός ή ακατάλληλη πίεση που να ασκείται στην υπηρεσία της Ιεραρχίας. Η κατάσταση είναι καθαρή και απλή.

Προς το παρόν υπάρχουν τρεις μεγάλες δραστηριότητες που συνεχίζονται:

Πρώτο, η δραστηριότητα που γίνεται αισθητή στο «κέντρο όπου η θέληση του Θεού είναι γνωστή», εκείνη η θέληση-για-το-καλό που προώθησε όλη τη δημιουργία σε μεγαλύτερη δόξα και νοήμονα ανταπόκριση που διαρκώς εμβαθύνεται. Αυτή προσπαθεί σήμερα να φέρει δημιουργικά τη νέα παγκόσμια τάξη, την τάξη του Βασιλείου του Θεού υπό τη φυσική επίβλεψη του Χριστού. Αυτή μπορεί να θεωρηθεί σαν η εξωτερίκευση της πνευματικής Ιεραρχίας του πλανήτη μας. Η επιστροφή του Χριστού σε ορατή δραστηριότητα θα είναι το σημάδι και το σύμβολό της.

Δεύτερο, η κρίσιμη δραστηριότητα που ρυθμίζει την πνευματική Ιεραρχία από τον ίδιο τον Χριστό μέχρι τον κατώτατο ζηλωτή που βρίσκεται στην περιφέρεια αυτού του κέντρου όπου δρα πλήρως η αγάπη του Θεού. Εκεί γίνεται πλήρως αντιληπτό ότι (με τα λόγια του Απ. Παύλου) «οίδαμεν γαρ ότι πάσα η κτίσις συστενάζει και συνωδίνει άχρι του νυν, αναμένουσα την αποκάλυψιν των υιών του Θεού» (προς Ρωμαίους Η:22). Γι’ αυτή την εκδήλωση ετοιμάζονται τώρα «οι Υιοί του Θεού που είναι Υιοί των Ανθρώπων»· γι’ αυτή την έλευση σε εξωτερική ενεργό υπηρεσία εισέρχονται ήδη – ένας-ένας – σε εξωτερική δραστηριότητα πάνω στο φυσικό πεδίο. Δεν αναγνωρίζονται γι’ αυτό που είναι, αλλά ασχολούνται με «τα του Πατρός» επιδεικνύοντας καλή θέληση, ζητώντας να διευρύνουν τον ορίζοντα της ανθρωπότητας κι έτσι να προετοιμάσουν το δρόμο για τον Έναν που υπηρετούν, τον Χριστό, το Διδάσκαλο όλων των Διδασκάλων κι επίσης Δάσκαλο αγγέλων και ανθρώπων.

Τρίτο, υπάρχει η ίδια η ανθρωπότητα, «το κέντρο που ονομάζουμε φυλή των ανθρώπων» – ένα κέντρο που προς το παρόν είναι γεμάτο χάος, αναταραχή και σύγχυση, μια ανθρωπότητα γεμάτη πόνο, σύγχυση, ταραχή, έχοντας όμως νοητικά επίγνωση απεριόριστων δυνατοτήτων, μαχόμενη συναισθηματικά για εκείνο το σχέδιο που της φαίνεται καλύτερο, αλλά χωρίς καμιά αίσθηση συνοχής ή κάποια αντίληψη ότι πρέπει να υπάρχει ένας κόσμος για τη μία ανθρωπότητα. Απλώς επιθυμούν συναισθηματική ειρήνη, ασφάλεια για να ζουν και να εργάζονται κι ένα όραμα του μέλλοντος που θα ικανοποιεί κάποια στοιχειώδη αίσθηση θείας εμμονής. Είναι φυσικά άρρωστοι, στερημένοι στο μεγαλύτερο μέρος από τα ουσιώδη για μια κανονική πλήρη ζωή, τσακισμένοι από την αίσθηση της οικονομικής ανασφάλειας και –συνειδητά ή ασυνείδητα– επικαλούνται τον Πατέρα όλων για το δικό τους όφελος και του υπόλοιπου κόσμου.

Η λύση πρέπει να βρεθεί στην επανεμφάνιση του Χριστού. Αυτή είναι η διακριβωμένη θέληση του Θεού κι αυτή μαρτυρούν οι Γραφές του κόσμου· είναι η επιθυμία του ίδιου του Χριστού και των μαθητών Του, των Διδασκάλων της Σοφίας· είναι το αδιάγνωστο αίτημα των λαών σ’ όλες τις χώρες. Όταν υπάρχει αυτή η ενοποίηση σκοπού, αυτή η ομοιομορφία πνευματικής πρόθεσης κι ενός αντιληπτού αιτήματος, τότε ένα μόνο πράγμα υπάρχει που μπορεί ν’ αναστείλει την επανεμφάνισή Του κι αυτό είναι η αποτυχία του ανθρώπινου γένους να προετοιμάσει την παγκόσμια σκηνή για το εκπληκτικό αυτό γεγονός, «ετοιμάσατε την οδόν Κυρίου, ευθείας ποιείτε τας τρίβους αυτού» (Ματθ. 3.2), να εξοικειώσει τους ανθρώπους παντού με την ιδέα της έλευσής Του και να εμπεδώσει το απαιτούμενο μέτρο ειρήνης στη γη – μιας ειρήνης που να βασίζεται σε ορθές ανθρώπινες σχέσεις.

Σήμερα το ελατήριο μετατοπίζεται απ’ την έννοια της προσωπικής σωτηρίας (που εκλαμβάνεται ή θεωρείται δεδομένη) και η απαιτούμενη προετοιμασία συνίσταται στην εργασία, με σθένος και κατανόηση, να επιφέρουμε ορθές ανθρώπινες σχέσεις – έναν ευρύτερο αντικειμενικό σκοπό. Έχουμε ένα κίνητρο που δεν είναι εγωκεντρικό, αλλά τάσσει κάθε ατομικό εργάτη και ανθρωπιστή στο πλευρό της πνευματικής Ιεραρχίας και τον θέτει σ’ επαφή με όλους τους ανθρώπους καλής θέλησης. Ερχόμαστε τώρα στο δεύτερο από τα κύρια εμπόδια.

2. Η ΕΛΛΕΙΨΗ ΧΡΗΜΑΤΟΣ ΓΙΑ ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΗΣ ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑΣ

Αυτό, ίσως, να είναι η κύρια δυσκολία και μερικές φορές φαίνεται ανυπέρβλητη· συνεπάγεται το πρόβλημα της αληθινής οικονομικής διαχείρισης και την εκτροπή επαρκών χρηματικών ποσών σε αγωγούς που θα βοηθήσουν οριστικά το έργο της προετοιμασίας για την επιστροφή του Χριστού. Αυτός είναι ο λόγος που έκλεισα το προηγούμενο τμήμα αυτού του άρθρου με τις λέξεις «ορθές ανθρώπινες σχέσεις».

Κατά συνέπεια το πρόβλημα είναι ιδιαζόντως δύσκολο, γιατί οι πνευματικοί εργάτες του κόσμου δεν έχουν μόνο να εκπαιδεύσουν τους ανθρώπους να δίνουν ανάλογα με την ανάγκη και τα μέσα τους, αλλά σε πολλές περιπτώσεις πρέπει πρώτα απ’ όλα να τους προσφέρουν ένα κίνητρο τόσο μαγνητικό στην έλξη του ώστε να δίνουν κατ’ ανάγκη· πρέπει επίσης να προσφέρουν το συμβούλιο, το ίδρυμα και την οργάνωση διαμέσου των οποίων θα μπορούν να διαχειρισθούν τα χρήματα που θα δοθούν. Αυτό τους παρουσιάζει ένα εντυπωσιακά δύσκολο έργο κι ένα έργο που είναι υπεύθυνο για το τωρινό αδιέξοδο. Ωστόσο το αδιέξοδο δεν βασίζεται μόνο στην πρωτοτυπία να συγκεντρωθούν χρήματα για την προετοιμασία της επιστροφής του Χριστού, αλλά βασίζεται επίσης και στην εκπαιδευμένη ιδιοτέλεια της πλειονότητας εκείνων που κατέχουν τον πλούτο του κόσμου και οι οποίοι –ακόμη κι όταν δίνουν– το κάνουν επειδή αυξάνει το κύρος τους ή υποδεικνύει οικονομική επιτυχία. Εδώ πρέπει να θυμάστε ότι κάθε γενίκευση έχει και τις εξαιρέσεις της.

Γενικεύοντας κι επομένως υπεραπλουστεύοντας το θέμα, μπορούμε να υποθέσουμε ότι το χρήμα βρίσκει το δρόμο του σε τέσσερις κύριους αγωγούς δαπανών:

  1. Στα μυριάδες σπίτια του κόσμου με τη μορφή αμοιβών, μισθών ή κληρονομημένου πλούτου. Προς το παρόν όλα αυτά βρίσκονται σε πολύ ανισόρροπη κατάσταση, παράγοντας υπερβολικά πλούτη και υπερβολική φτώχεια.
  2. Στα μεγάλα καπιταλιστικά συστήματα και μονοπώλια που υπάρχουν σαν πανίσχυρες δομές στις περισσότερες χώρες. Αν αυτό το κεφάλαιο ανήκει στην κυβέρνηση ή στην κοινότητα ή σε μια χούφτα πλουσίων ή στις μεγάλες εργατικές ενώσεις δεν έχει σημασία. Προς το παρόν ένα μικρό τμήμα του ξοδεύεται πραγματικά για τη βελτίωση της ανθρώπινης ζωής ή για την εγχάραξη των αξιών που θα οδηγήσουν σε ορθές ανθρώπινες σχέσεις.
  3. Στις εκκλησίες και στις θρησκευτικές ομάδες σε ολόκληρο τον κόσμο. Εδώ (μιλώντας πάλι με γενικούς όρους κι αναγνωρίζοντας την ίδια στιγμή την ύπαρξη μιας μικρής πνευματικά σκεπτόμενης μειονότητας) το χρήμα εκτρέπεται στις υλικές όψεις του έργου, στον πολλαπλασιασμό και τη διατήρηση εκκλησιαστικών δομών, σε μισθούς και γενικά έξοδα και μόνο ένα ποσοστό του πηγαίνει πραγματικά στη διδασκαλία των ανθρώπων, στη ζωντανή κατάδειξη του γεγονότος της επιστροφής Του – που για αιώνες αποτελεί μια συγκεκριμένη δοξασία των εκκλησιών. Η επιστροφή αυτή αναμενόταν στη διάρκεια των αιώνων και ίσως να είχε γίνει μέχρι τώρα, αν οι εκκλησίες και οι θρησκευτικές οργανώσεις παντού είχαν κάνει το καθήκον τους.
  4. Στο φιλανθρωπικό, εκπαιδευτικό και ιατρικό έργο. Όλα αυτά είναι εξαιρετικά καλά και πολύ αναγκαία και η οφειλή του κόσμου σ’ όσους σκέπτονται το κοινό κι έκαναν αυτά τα ιδρύματα είναι πράγματι μεγάλη. Όλα τους είναι ένα βήμα στην ορθή κατεύθυνση και μια έκφραση της θείας θέλησης-για-το-καλό. Όμως συχνά είναι χρήμα που χρησιμοποιείται και κατευθύνεται λανθασμένα και οι αξίες που αναπτύχθηκαν είναι κυρίως θεσμικές και συγκεκριμένες. Περιορίζονται από τις χωριστικές αρχές των δωρητών ή από τις θρησκευτικές προκαταλήψεις εκείνων που ελέγχουν τη διάθεση των κεφαλαίων. Στη διαμάχη για τις ιδέες, τις θρησκευτικές θεωρίες και τις ιδεολογίες η αληθινή βοήθεια για τη Μία Ανθρωπότητα παραβλέπεται.

Το γεγονός παραμένει ότι αν οι κατευθυντήριοι πράκτορες (μέσα από τα χέρια των οποίων διοχετεύεται το χρήμα του κόσμου) είχαν κάποιο όραμα των πνευματικών πραγματικοτήτων, της μίας ανθρωπότητας και του ενός κόσμου κι αν είχαν σαν στόχο να διεγείρουν τις ορθές ανθρώπινες σχέσεις, οι μάζες των ανθρώπων παντού θ’ ανταποκρίνονταν σε ένα όραμα πολύ διαφορετικό απ’ το τωρινό· δεν θα αντιμετωπίζαμε, όπως τώρα, τις δαπάνες –ανερχόμενες σε αναρίθμητα δισεκατομμύρια– που απαιτούνται για την ανάγκη να αποκατασταθούν φυσικά όχι μόνο τα φυσικά σώματα αμέτρητων εκατομμυρίων ανθρώπων, αλλά ολόκληρες πόλεις, συστήματα μεταφοράς και κέντρα που είναι υπεύθυνα για την αναδιοργάνωση της ανθρώπινης ζωής.

Θα μπορούσαμε εξίσου να πούμε ότι αν οι πνευματικές αξίες και οι πνευματικές ευθύνες που συνδέονται με το χρήμα (σε μεγάλα ή μικρά ποσά) είχαν εκτιμηθεί κατάλληλα και διδαχθεί σε σπίτια και σχολεία, δεν θα είχαμε τις τρομακτικές στατιστικές της δαπάνης χρήματος πριν τον πόλεμο, σε κάθε χώρα του κόσμου (και δαπανήθηκαν σήμερα στο Δυτικό Ημισφαίριο), για γλυκίσματα, ποτά, τσιγάρα, ψυχαγωγία, περιττά ρούχα και πολυτέλειες. Αυτές οι στατιστικές ανέρχονται σε εκατοντάδες εκατομμύρια δολλάρια κάθε χρόνο. Ένα μέρος αυτών των χρημάτων, που απαιτεί μια ελάχιστη θυσία, θα επέτρεπε στους μαθητές του Χριστού και στο Νέο Όμιλο Υπηρετών του Κόσμου να προετοιμάσουν το δρόμο για τον ερχομό Του και να εκπαιδεύσουν τις διάνοιες και τις καρδιές των ανθρώπων σε κάθε χώρα στις ορθές ανθρώπινες σχέσεις.

Το χρήμα –όπως και καθετί άλλο στην ανθρώπινη διαβίωση– χρωματίζεται από ιδιοτέλεια και αρπάζεται για ιδιοτελείς ατομικούς ή εθνικούς σκοπούς. Ο παγκόσμιος πόλεμος (1914-1945) είναι η απόδειξη, γιατί παρότι υπήρξαν πολλές κουβέντες να «σώσουμε τον κόσμο για χάρη της δημοκρατίας» και να «κάνουμε έναν πόλεμο για να τελειώσει ο πόλεμος», το κύριο κίνητρο ήταν η αυτοπροστασία και η αυτοσυντήρηση, η ελπίδα για κέρδος, η ικανοποίηση του αρχαίου μίσους και η ανάκτηση εδαφών. Τα δύο χρόνια που πέρασαν από τον πόλεμο απέδειξαν ότι είναι έτσι. Τα Ηνωμένα Έθνη είναι απασχολημένα με τις αρπακτικές απαιτήσεις όλων των πλευρών, με την επιδίωξη των εθνών για θέση και ισχύ και για την κατοχή των φυσικών πηγών της Γης –κάρβουνο, πετρέλαιο κ.λπ.– καθώς και με τις υπόγειες δραστηριότητες που δημιουργούν οι μεγάλες Δυνάμεις και οι καπιταλιστές.

Όμως την ίδια στιγμή η μία ανθρωπότητα –αδιάφορο πού μένει, ποιο είναι το χρώμα της επιδερμίδας ή η θρησκευτική πίστη– κραυγάζει για ειρήνη, δικαιοσύνη και μια αίσθηση ασφάλειας. Όλα αυτά θα τα έδινε γοργά η ορθή χρήση του χρήματος και μια αντίληψη από μέρους των πολλών της οικονομικής τους ευθύνης (μιας ευθύνης που βασίζεται στις πνευματικές αξίες). Με την εξαίρεση λίγων μεγάλων διορατικών φιλάνθρωπων και μιας χούφτας φωτισμένων πολιτικών, κληρικών και εκπαιδευτικών, αυτή η αίσθηση της οικονομικής ευθύνης δεν βρίσκεται πουθενά.

Έφτασε πια ο καιρός που το χρήμα πρέπει να επανεκτιμηθεί και η χρησιμότητά του να διοχετευθεί σε νέες κατευθύνσεις. Η φωνή του λαού πρέπει να επικρατήσει, αλλά πρέπει να είναι ένας λαός εκπαιδευμένος στις αληθινές αξίες, στη σημασία της σωστής κουλτούρας και στην ανάγκη για ορθές ανθρώπινες σχέσεις. Είναι λοιπόν ουσιαστικά ζήτημα ορθής εκπαίδευσης και ορθής διαπαιδαγώγησης στην έννοια του πολίτη του κόσμου – ένα πράγμα που δεν έχει ακόμη αναληφθεί. Στο μεταξύ η ανθρωπότητα λιμοκτονεί, παραμένει αμόρφωτη, ανατρέφεται με εσφαλμένες αξίες και με την εσφαλμένη χρήση του χρήματος· μέχρι να διευθετηθούν αυτά τα πράγματα, η επιστροφή του Χριστού δεν είναι δυνατή.

Μπροστά στη διαταραγμένη οικονομική αυτή κατάσταση ποια είναι η απάντηση στο πρόβλημα; Υπάρχουν άνδρες και γυναίκες που βρίσκονται σε κάθε χώρα, σε κάθε κυβέρνηση, σε κάθε εκκλησία και θρησκεία και σε κάθε εκπαιδευτικό ίδρυμα, που έχουν την απάντηση. Τι ελπίδα υπάρχει γι’ αυτούς και για το έργο που τους έχει ανατεθεί; Πώς μπορούν να βοηθήσουν οι λαοί του κόσμου, οι άνθρωποι καλής θέλησης κι όσοι έχουν πνευματικό όραμα; Υπάρχει κάτι που μπορούν να κάνουν για ν’ αλλάξουν τη σκέψη του κόσμου σχετικά με το χρήμα και να το εκτρέψουν σε αγωγούς στους οποίους μπορεί να χρησιμοποιηθεί σωστά; Η απάντηση πρέπει να βρεθεί.

Υπάρχουν δύο ομάδες που μπορούν να κάνουν πολλά: εκείνοι που ήδη χρησιμοποιούν τις οικονομικές πηγές του κόσμου, αν συλλάβουν το νέο όραμα και δουν επίσης την επιγραφή στον τοίχο, που φέρνει την καταστροφή της παλιάς τάξης· και δεύτερο, οι μάζες των καλών, ευγενικών ανθρώπων σ’ όλες τις τάξεις και σφαίρες επιρροής.

Αυτοί οι άνδρες και γυναίκες καλής θέλησης και πνευματικής κλίσης πρέπει να απορρίψουν τη σκέψη της σχετικής τους ασημαντότητας, μηδαμινότητας και ματαιότητας και να αντιληφθούν ότι τώρα (την κρίσιμη κι αποφασιστική στιγμή που έφτασε) μπορούν να εργασθούν δυναμικά. Oι Δυνάμεις του Κακού έχουν ηττηθεί, αν και δεν έχουν «σφραγισθεί» πίσω απ’ τη θύρα που μπορεί να τις βάλει η ανθρωπότητα και που η Καινή Διαθήκη προείπε ότι θα γίνει. O κόσμος είναι πάλι στη ζυγαριά. Το κακό ζητά κάθε διαθέσιμη λεωφόρο για μια νέα προσέγγιση, αλλά –κι αυτό το λέω με εμπιστοσύνη κι επιμονή– τα μικρά άτομα του κόσμου, φωτισμένα κι ανιδιοτελή στην άποψή τους, υπάρχουν σε επαρκείς αριθμούς για να κάνουν αισθητή τη δύναμή τους – αν θελήσουν. Υπάρχουν εκατομμύρια πνευματικά σκεπτόμενων ανδρών και γυναικών σε κάθε χώρα, οι οποίοι όταν προσεγγίσουν σε μαζικό σχηματισμό το ζήτημα του χρήματος, μπορούν να το ανακατευθύνουν μόνιμα. Υπάρχουν συγγραφείς και διανοητές σε κάθε χώρα που μπορούν να προσθέσουν την ισχυρή τους βοήθεια και θα το κάνουν αν προσεγγισθούν σωστά. Υπάρχουν εσωτεριστές σπουδαστές και αφιερωμένοι άνθρωποι της εκκλησίας, στους οποίους μπορεί να γίνει έκκληση για βοήθεια ώστε να προετοιμασθεί ο δρόμος της επιστροφής του Χριστού, ιδιαίτερα αν η απαιτούμενη βοήθεια αφορά δαπάνη χρήματος και χρόνου για την εδραίωση ορθών ανθρώπινων σχέσεων και την ανάπτυξη και διάδοση της καλής θέλησης.

Δεν απαιτείται μια μεγάλη εκστρατεία για τη συγκέντρωση χρήματος, αλλά το ανιδιοτελές έργο των φαινομενικά ασήμαντων ανθρώπων. Θα έλεγα, αδελφοί μου, ότι η πιο αναγκαία ποιότητα είναι το θάρρος· χρειάζεται θάρρος για να παραμερίσετε τη διστακτικότητα, τη ντροπαλότητα και τη δυσαρέσκεια να παρουσιάσετε μια άποψη, ιδιαίτερα μια άποψη που σχετίζεται με το χρήμα. Εδώ είναι που αποτυγχάνει η πλειονότητα. Σήμερα είναι σχετικά εύκολο να συγκεντρωθούν χρήματα για τον Ερυθρό Σταυρό, για νοσοκομεία και για εκπαιδευτικά ιδρύματα. Είναι εξαιρετικά δύσκολο να συγκεντρωθούν χρήματα για τη διάδοση της καλής θέλησης, ή να εξασφαλισθούν οικονομικές πηγές και ορθή χρήση του χρήματος για προωθημένες ιδέες, όπως είναι η επιστροφή του Χριστού. Συνεπώς σας λέω ότι το πρώτο απαιτούμενο είναι το θάρρος.

Το δεύτερο απαιτούμενο για τους εργάτες του Χριστού είναι να κάνουν εκείνες τις θυσίες και τις προσαρμογές που θα τους επιτρέψουν να δώσουν μέχρι τα όρια της ικανότητάς τους· δεν πρέπει να υπάρχει απλώς μια εκπαιδευμένη ικανότητα να παρουσιάζεται το θέμα, αλλά κάθε εργάτης πρέπει να εξασκεί αυτό που κηρύσσει. Αν, λόγου χάρη, τα εκατομμύρια των ανθρώπων που αγαπούν τον Χριστό και ζητούν να βοηθήσουν την υπόθεσή Του, έδιναν ένα ελάχιστο ποσό χρήματος κάθε χρόνο, θα υπήρχαν αρκετά κεφάλαια για το έργο Του· τότε θα εμφανίζονταν αυτόματα τα αναγκαία συμβούλια και οι πνευματικά σκεπτόμενοι διαχειριστές. Η δυσκολία δεν βρίσκεται στην οργάνωση του χρήματος και του έργου· βρίσκεται στη φαινομενική ανικανότητα των ανθρώπων να δίνουν. Για τον ένα ή τον άλλο λόγο δίνουν λίγα ή τίποτε, ακόμη κι όταν ενδιαφέρονται για μια υπόθεση όπως εκείνη της επιστροφής του Χριστού· ο φόβος για το μέλλον ή η αγάπη για αγορές, ή η επιθυμία για δώρα, ή η αποτυχία να αντιληφθούν ότι πολλά μικρά ποσά αθροίζονται σε μεγάλα ποσά – όλα αυτά αντιστρατεύονται την οικονομική γενναιοδωρία κι ο λόγος φαίνεται πάντα επαρκής. Επομένως το δεύτερο απαιτούμενο είναι να δίνει ο καθένας όπως μπορεί.

Τρίτο, οι μεταφυσικές σχολές και οι εσωτερικοί όμιλοι έχουν αφιερώσει πολλή σκέψη σ’ αυτή την επιχείρηση της κατεύθυνσης του χρήματος σε αγωγούς που τους έλκουν. Συχνά γίνεται το ερώτημα: Γιατί η Σχολή Ενότητας της σκέψης, η Εκκλησία της Χριστιανικής Επιστήμης και τα πολλά κινήματα της Νέας Σκέψης καταφέρνουν πάντοτε να συγκεντρώνουν τα αναγκαία κεφάλαια, ενώ άλλοι όμιλοι και ιδιαίτερα οι εσωτερικοί όμιλοι δεν το καταφέρνουν; Γιατί οι αληθινά πνευματικοί εργάτες φαίνονται ανίκανοι να υλοποιήσουν ό,τι χρειάζονται; Η απάντηση είναι απλή. Εκείνοι οι όμιλοι και οι εργάτες που είναι πιο κοντά στο πνευματικό ιδανικό, είναι σαν ένα σπίτι χωρισμένο στα δύο. Το κύριο ενδιαφέρον τους είναι στα αφηρημένα πνευματικά επίπεδα και δεν έχουν προφανώς συλλάβει το γεγονός ότι το φυσικό πεδίο, όταν κινητοποιείται απ’ τα πνευματικά επίπεδα, έχει ίση σημασία. Oι μεγάλες μεταφυσικές σχολές εστιάζονται για να κάνουν μια υλική εκδήλωση και είναι τόσο μεγάλη η έμφασή τους και τόσο προσηλωμένη η προσέγγισή τους, ώστε παίρνουν ό,τι ζητούν· πρέπει να μάθουν ότι η απαίτηση και η απόκρισή της πρέπει να είναι αποτέλεσμα του πνευματικού σκοπού κι ότι αυτό που απαιτείται δεν πρέπει να είναι για τη χρήση του χωριστού εαυτού ή για κάποια χωριστική οργάνωση ή εκκλησία. Στη νέα εποχή που είναι κοντά μας, πριν την επιστροφή του Χριστού, η απαίτηση για οικονομική βοήθεια πρέπει να είναι για τις ορθές ανθρώπινες σχέσεις και την καλή θέληση κι όχι για την ανάπτυξη κάποιας ιδιαίτερης οργάνωσης. Oι οργανώσεις που τόσο απαιτούνται πρέπει να εργασθούν με ελάχιστα έξοδα και κεντρικές εγκαταστάσεις και οι εργάτες με ελάχιστο αλλά λογικό μισθό. Δεν υπάρχουν πολλές τέτοιες οργανώσεις σήμερα, αλλά οι λίγες που λειτουργούν τώρα μπορούν να δώσουν το παράδειγμα που θ’ ακολουθηθεί γοργά, καθώς θ’ αυξάνει η επιθυμία για την επιστροφή του Χριστού. Επομένως το τρίτο απαιτούμενο είναι η υπηρεσία της μίας ανθρωπότητας.

Το τέταρτο απαιτούμενο πρέπει να είναι η προσεκτική παρουσίαση του σκοπού για τον οποίο απαιτείται η οικονομική βοήθεια. Oι άνθρωποι μπορεί να έχουν το θάρρος να μιλούν, αλλά μια νοήμων παρουσίαση είναι εξίσου σπουδαία. Το κύριο σημείο που πρέπει να τονισθεί στο προπαρασκευαστικό έργο για την επιστροφή του Χριστού είναι η εδραίωση ορθών ανθρώπινων σχέσεων. Αυτό έχει ήδη αρχίσει απ’ τους ανθρώπους καλής θέλησης σε ολόκληρο τον κόσμο.

Φτάνουμε πια στο πέμπτο απαιτούμενο: μια ζωτική και βέβαιη πίστη στην ανθρωπότητα σαν σύνολο. Δεν πρέπει να υπάρχει πεσσιμισμός για το μέλλον του ανθρώπινου γένους ή ανησυχία για την εξαφάνιση της παλιάς τάξης. «Το καλό, το αληθινό και το ωραίο» βρίσκονται στο δρόμο τους και γι’ αυτό ευθύνεται το ανθρώπινο γένος κι όχι κάποια θεία παρέμβαση. Η ανθρωπότητα είναι υγιής κι α