Στις μέρες μας οι άνθρωποι στις αναπτυγμένες χώρες έχουν πρόσβαση σε μια τεράστια ποικιλία τροφίμων, ανεξάρτητα από τις εποχές. Οι καταναλωτές περιμένουν, ακόμη και απαιτούν, να επιλέγουν από μια τεράστια ποικιλία προϊόντων όταν επισκέπτονται το σούπερ μάρκετ. Ωστόσο, καθώς αυξάνει η ανησυχία για τα «ίχνη άνθρακα»,1 παρατηρείται να υπάρχει τώρα περισσότερη ευαισθησία για τα ταξίδια της μεταφοράς των τροφίμων, δηλαδή της διαδρομής τους από το χωράφι μέχρι το πιάτο μας. Τα τρόφιμα ταξιδεύουν πολύ πιο μακριά σήμερα απ’ ό,τι στο παρελθόν, λόγω της παγκόσμιας αγοράς. Ακόμη και τα τρόφιμα που μπορούν να παραχθούν τοπικά, όπως πατάτες, μήλα και γάλα, μπορεί να προέρχονται και να μεταφέρονται μέσω των ωκεανών, από όλο τον κόσμο, ενώ άλλα, πιο μεγάλης αξίας προϊόντα, μεταφέρονται εναέρια. Με τα συστήματα αποθηκών συγκέντρωσης, διανομής εμπορευμάτων και χώρων κατάψυξης, τα τρόφιμα μεταφέρονται από το χωράφι σε μια κεντρική αποθήκη, όπου συσκευάζονται και ξαναστέλνονται σε ένα ταξίδι που δε λογαριάζει αποστάσεις. Εν τούτοις, το μέσο μεταφοράς, καθώς επίσης και η απόσταση που διανύεται, είναι ένα ζήτημα και ένας παράγοντας που χρειάζεται να εξετάζεται. Παραδείγματος χάριν, θεωρείται ότι η μεταφορά με πλοίο έχει μικρότερη περιβαλλοντική επίδραση από την εναέρια και οδική μεταφορά. Η ευημερία των ζώων είναι επίσης ένα ζήτημα στη μεταφορά των ζωντανών ζώων σε οργανωμένα σφαγεία και εγκαταστάσεις επεξεργασίας κρέατος.

Η σύγχρονη παραγωγή και διανομή τροφίμων είναι και σύνθετη, αλλά και ενεργειακά ασύμφορη, όπως εμφανίζεται σε μια μελέτη που πραγματοποιήθηκε από το Σουηδικό Ίδρυμα Τροφίμων και Βιοτεχνολογίας, σύμφωνα με την οποία: «...εξέτασε το εισαγόμενο γεωργικό προϊόν, δηλαδή την καλλιέργεια ντοματών και τη μετατροπή τους σε τοματοπολτό στην Ιταλία, και στη συνέχεια την επεξεργασία και τη συσκευασία του πολτού και άλλων συστατικών σε μορφή σάλτσας κέτσαπ στη Σουηδία, και το λιανικό εμπόριο και την αποθήκευση του τελικού προϊόντος. Η όλη διαδικασία είχε περισσότερα από πενήντα δύο στάδια μεταφοράς και διαδικασίας. Τα αποστειρωμένα δοχεία που χρησιμοποιήθηκαν για τη συσκευασία του τοματοπολτού παρήχθησαν στις Κάτω Χώρες. Μεταφέρθηκαν στην Ιταλία για γέμισμα, τοποθετήθηκαν σε βαρέλια χάλυβα, και μετά μετακινήθηκαν προς τη Σουηδία. Το τελικό προϊόν, σε πέντε στρώσεις κόκκινων φιαλών, είτε παρήχθη στο Ηνωμένο Βασίλειο είτε στη Σουηδία με υλικά από την Ιαπωνία, την Ιταλία, το Βέλγιο, τις ΗΠΑ και τη Δανία. Το βιδωτό καπάκι του μπουκαλιού και το βούλωμα παρήχθησαν στη Δανία και μεταφέρθηκαν στη Σουηδία. Τα κιβώτια χαρτονιού που χρησιμοποιήθηκαν για να διανείμουν το τελικό προϊόν, και οι ετικέτες, η κόλλα και το μελάνι δεν περιλήφθηκαν σε αυτήν την ανάλυση».2

Πρόσφατα ο Σύνδεσμος Καλλιεργήσιμου Εδάφους, το κύριο σώμα πιστοποίησης οργανικών τροφίμων της Μεγάλης Βρετανίας, υποστήριξε ότι τα με εναέριο τρόπο μεταφερόμενα αγαθά θα πρέπει να μην χαρακτηρίζονται ως οργανικά. Διατείνεται ότι δεν υπάρχει κανένας λόγος οι Βρετανοί καταναλωτές να τρώγουν τα ευπαθή φρούτα και λαχανικά που έχουν μεταφερθεί από χιλιάδες μίλια μακριά. Μάλιστα υπάρχει και η άποψη ότι θα πρέπει να επανεξεταστεί η συνολική χρήση ενέργειας για την παραγωγή τροφίμων, και όχι μόνο τα μίλια που διανύουν τα τρόφιμα μέχρι την κατανάλωση. Έτσι, έχει υπολογιστεί ότι στην περίπτωση της παραγωγής γαλακτοκομικών προϊόντων και πρόβειου κρέατος, η Νέα Ζηλανδία είναι πολύ περισσότερο ενεργειακά αποδοτική, ακόμη και συμπεριλαμβανομένου του εξόδου μεταφοράς, απ’ ό,τι η Μεγάλη Βρετανία, επειδή η γεωργία της Νέας Ζηλανδίας έχει εξωτερικούς βοσκότοπους καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους, πράγμα που απαιτεί λιγότερη κατανάλωση ενέργειας στην παραγωγή λιπασμάτων και συμπυκνωμένης τροφής. Σε μια άλλη πρόσφατη μελέτη από το Πανεπιστήμιο Cranfield, έχει υπολογιστεί ότι η ανάπτυξη τριαντάφυλλων στην Κένυα και η αερομεταφορά τους στην Ευρώπη χρησιμοποιεί λιγότερο άνθρακα απ’ ό,τι όταν τα ίδια λουλούδια καλλιεργούνται στην Ολλανδία, με τις υψηλές δαπάνες ενέργειας και το κρύο κλίμα της.3

Η πολυπλοκότητα του παγκόσμιου εμπορίου τροφίμων και του ρόλου του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ) ήρθε στο προσκήνιο λόγω της κατάρρευσης των συζητήσεων για το παγκόσμιο εμπόριο νωρίτερα αυτό το χρόνο. Ο ΠΟΕ, με 151 χώρες μέλη, είναι η μόνη διεθνής αντιπροσωπεία που επιτηρεί τους κανόνες του διεθνούς εμπορίου. Φυσικά, ένα σημαντικό ποσοστό αυτού του εμπορίου ανάγεται στα γεωργικά προϊόντα όλων των ειδών, συμπεριλαμβανομένων και των τροφίμων. Μια από τις σημαντικότερες δυσκολίες που ο ΠΟΕ ήταν ανίκανος μέχρι τώρα να επιλύσει, είναι ότι οι πλούσιες χώρες και οι ζώνες ειδικών εμπορικών συναλλαγών μπορούν να αντέχουν οικονομικά και υποστηρίζουν τους αγρότες τους με διάφορους τρόπους, συμπεριλαμβανομένων των επιδοτήσεων και των δασμών επί των εισαγωγών, ασκώντας συγχρόνως μεγάλες πιέσεις στις φτωχότερες χώρες να άρουν ή να χαμηλώσουν τα δικά τους όρια δασμών για γεωργικές εισαγωγές. Παραδείγματος χάριν, στο παρελθόν, η κοινή αγροτική πολιτική της ΕΕ (ΚΑΠ) έχει προκαλέσει επικρίσεις για τον τρόπο με τον οποίο επιχορηγεί την παραγωγή. Ωστόσο, υπάρχουν σημάδια προόδου: Το 2003, οι υπουργοί γεωργίας της ΕΕ υιοθέτησαν μια θεμελιώδη μεταρρύθμιση της ΚΑΠ, με νέες εφάπαξ αγροτικές επιδοτήσεις που συνδέθηκαν με το σεβασμό της περιβαλλοντικών κανόνων, των κανόνων ασφάλειας τροφίμων και των προτύπων ευημερίας των ζώων. Σύμφωνα με τον ιστοχώρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η αποσύνδεση των επιχορηγήσεων από την παραγωγή θα καταστήσει τους αγρότες της ΕΕ ανταγωνιστικότερους και πιο αποδοτικούς, προσφέροντας την εισοδηματική σταθερότητα που χρειάζονται. Θα διατίθενται περισσότερα χρήματα στους αγρότες για περιβαλλοντικά προγράμματα, προγράμματα ευημερίας και ποιότητας των ζώων, μέσα από την μείωση των τοκοχρεωλυσίων και πίστωση των μεγαλύτερων αγροκτημάτων».4 Αυτό που κάνει το θέμα αυτό ιδιαίτερα ευαίσθητο είναι το γεγονός ότι η γεωργία καλύπτει συνήθως ένα πολύ μεγαλύτερο ποσοστό επί των οικονομιών των αναπτυσσόμενων χωρών απ’ ό,τι των πλούσιων χωρών. Οι τρέχουσες διαπραγματεύσεις στην έδρα του ΠΟΕ στη Γενεύη εστιάζουν στις προσπάθειες να επιτευχθούν σημαντικές μειώσεις των αγροτικών δασμών εισαγωγής από πλευράς ΗΠΑ και ΕΕ.

Ωστόσο η ευθύνη του καθενός μας για τις αποφάσεις που λαμβάνονται για τα τρόφιμα δεν μπορεί απλώς να μετατίθεται στον ΠΟΕ και την ΕΕ. Και οι ίδιοι οι καταναλωτές ταξιδεύουν για μίλια με το αυτοκίνητο, ψωνίζοντας τα τρόφιμά τους σε υπεραγορές έξω από την πόλη που έχουν εκτοπίσει το κατάστημα της γειτονιάς, έστω και αν σε μερικές περιπτώσεις εξακολουθούν να λειτουργούν λαϊκές αγορές και μανάβικα σε μερικές περιοχές. Στον υπολογισμό του κόστους των τροφίμων θα πρέπει επίσης να περιλαμβάνεται πέρα από τη η διάθεση των τροφίμων και τη συσκευασία, και τα υλικά μεταφοράς και αποκομιδής των υπολειμμάτων ή και της ανακύκλωσης. Ένας άλλος τρόπος να ελαχιστοποιηθεί η περιβαλλοντική επίδραση είναι να αυξήσουν οι άνθρωποι την παραγωγή τροφίμων στους κήπους και τα κτήματα τους. Η εποχικότητα είναι επίσης ένα ζήτημα, επειδή τα φρέσκα λαχανικά από τους τοπικούς παραγωγούς οπωσδήποτε είναι πιο θρεπτικά από τα κατεψυγμένα προϊόντα. Μια φιλοσοφική θέση που έχει προκύψει τα τελευταία χρόνια και είναι σύμφωνη με αυτές τις παρατηρήσεις είναι η Βιοπεδική άποψη. Όπως εξηγεί ο Peter Berg, διευθυντής του Ιδρύματος Planet Drum (www.planetdrum.org), και ο Raymond Dasmann, οικολόγος της άγριας φύσης, τα βιοπεδία είναι γεωγραφικές περιοχές που έχουν κοινά χαρακτηριστικά εδάφους, νερού, κλίματος, ιθαγενών φυτών και ζώων, και υπάρχουν της όλης πλανητικής Βιόσφαιρας, ως ολοκληρωμένα, μοναδικά, σύμφυτα και αλληλένδετα μέρη. Ένα βιοπεδίο αναφέρεται τόσο στη γεωγραφική έκταση όσο και στην περιοχή της συνείδησης – δηλαδή τόσο σε ένα τόπο όσο και στις ιδέες που έχουν αναπτυχθεί για τη ζωή μέσα σε αυτό τον τόπο. Κατ αρχήν, ένα βιοπεδίο μπορεί να προσδιορίζεται μέσω της κλιματολογίας, της φυσιογραφίας, της γεωγραφίας ζώων και φυτών, της φυσικής ιστορίας και άλλων περιγραφικών φυσικών επιστημών. Τα τελικά όρια ενός βιοπεδίου ωστόσο περιγράφονται καλύτερα από τους ανθρώπους που έχουν ζήσει μέσα στον αντίστοιχο τόπο, με την αναγνώριση τών εκ μέρους τους εμπειριών τής ζωής, επί τόπου. Υπάρχει μια σαφής γραμμή σύνδεσης κάθε ζωντανού οργανισμού με τους παράγοντες που τον επηρεάζουν, και αυτό γίνεται συγκεκριμένο και φανερό σε κάθε μέρος του πλανήτη. Η ανακάλυψη και η περιγραφή αυτής της σύνδεσης είναι ένας τρόπος να περιγράφει ένα βιοπεδίο».5 Η επίγνωση αυτής της γραμμής σύνδεσης, οπουδήποτε κι αν ζει κάποιος, είναι ένας σημαντικός τρόπος αφύπνισης απέναντι στο ευρύτερο ζήτημα της παραγωγής και διάθεσης της τροφής σε όλο τον κόσμο, θέμα που από μόνο του είναι ένα από τα σημαντικότερα ζητήματα του καιρού μας, και έχει να κάνει με το πώς θα σχετιζόμαστε ορθά με τα υπόλοιπα βασίλεια της φύσης.

1. Το συνολικό ποσό διοξειδίου του άνθρακα και άλλων αερίων θερμοκηπίου που εκπέμπονται σε όλο τον πλήρη κύκλο ζωής ενός προϊόντος ή μιας υπηρεσίας.

2. «Τρώγοντας πετρέλαιο» Andy Jones, Resurgence 216 lav. Φεβρ. 2003.

3. Μελέτη που αναφέρεται στην The Observer, Κυριακή, 15 Ιουλίου 2007, http://observer.guardian.co.uk/world/story/0,,2126614,00.html

4. http://ec.europa.eu/agriculture/capreform/index_en.htm

5. http://home.klis.com/~chebogue/p.amBio.html

ΜΕΙΝΕΤΕ ΣΕ ΕΠΑΦΗ

Παγκόσμια Καλή Θέληση στα Κοινωνικά Δίκτυα