Στο μεγαλύτερο μέρος της γνωστής ιστορίας η μεγάλη πλειονότητα των ανθρώπων έχει ζήσει και έχει εργαστεί στην ύπαιθρο. Πλην όμως οι διάφορες βιομηχανικές επαναστάσεις των τελευταίων 200 χρόνων έχουν αντιστρέφει βαθμιαία αυτό το γεγονός, καθώς όλο και περισσότεροι άνθρωποι μετακινούνται τόσο προς τις παλαιές πόλεις, που διαρκώς μεγαλώνουν, όσο και σε πόλεις σχετικά μόλις πρόσφατα χτισμένες. Τώρα πλέον, για πρώτη φορά στην ιστορία η πλειονότητα της ανθρωπότητας ζει μέσα σε αστικό περιβάλλον. Το περιβάλλον αυτό καλύπτει ένα φάσμα που εκτείνεται από τις αποκρουστικές τρώγλες και παραγκουπόλεις, μέχρι τα άνετα και καλά σχεδιασμένα προάστια, και τη στέγαση στις σύγχρονες πόλεις, αλλά και το νέο όραμα της οικολογικής πόλης. Αναγκαστικά χρειάζεται να αφιερωθεί πολλή σκέψη σε αυτό το φαινόμενο. Σε όλο τον κόσμο απασχολεί και εμπνέει τους αρχιτέκτονες και τους αρμόδιους για τον πολεοδομικό σχεδίασμά το ζήτημα του πώς μπορεί να αποβεί η διαμονή στις πόλεις μια υγιής και κοινωνικά θετική εμπειρία.

Σε αυτό το σημείο ταιριάζει να αναγνωριστεί ότι ο πολεοδομικός σχεδιασμός δεν είναι μια πρόσφατη εφεύρεση. Έχει υπάρξει με τη μία ή την άλλη μορφή από τότε που τα ανθρώπινα όντα άρχισαν να ζουν μαζί σε μεγάλες κοινότητες. Τα αρχαία αστικά συγκροτήματα της κοιλάδας του Ινδού ποταμού, ιδιαίτερα οι δίδυμες πόλεις Μοχένιο Ντάρο και Χαράππα, που χρονολογούνται περίπου από το 2000 π.Χ., δίνουν στοιχεία και ίχνη ότι οι θέσεις των οδών και των παρόδων καθορίστηκαν προτού κατασκευαστούν αυτά καθαυτά τα κτίσματα. Μολονότι οι περισσότερες πόλεις στην Ευρώπη οργανώθηκαν γύρω από έναν καθεδρικό ναό ή ένα κάστρο και ένα δημαρχείο, ωστόσο υπάρχουν ορισμένες αξιοπρόσεκτες περιπτώσεις όπου παρεμβαίνει πολεοδομικός σχεδιασμός: – λ.χ. ένα καλό παράδειγμα είναι το Λονδίνο μετά την μεγάλη πυρκαγιά του 1666.

Τον 19ο αιώνα, ο συνδυασμός μαζικής μετανάστευσης προς τις πόλεις σε όλη την Ευρώπη και τις ΗΠΑ, και της έλλειψης δημοτικού οικιστικού ελέγχου των κατοικιών προκάλεσε και γέννησε τα τεράστια προβλήματα ρύπανσης και μολύνσεων, που πήραν τις διαστάσεις επιδημιών. Αυτό το πρόβλημα αντιμετωπίστηκε τελικά από τις δημόσιες υπηρεσίες υγείας όπως στη Μεγάλη Βρετανία παραδείγματος χάριν, που φρόντισαν για την παροχή καθαρού ύδατος σε κάθε κατοικία και κατέληξαν στην κατασκευή ενός αποτελεσματικού συστήματος διάθεσης λυμάτων.

Στο πολιτικό περιβάλλον της Μεγάλης Βρετανίας του 19ου αιώνα ρίζωσε μια αξιοπρόσεκτη ιδέα. Ο φιλάνθρωπος Ebenezer Howard είχε δει τα καταστρεπτικά και ανθυγιεινά αποτελέσματα που προκαλούσαν στους ανθρώπους, κοινωνικά και ιατρικά, οι τρώγλες μέσα στις οποίες είχαν καταδικαστεί να ζουν. Σημείωσε επίσης την έλλειψη κοινωνικών, εκπαιδευτικών και καλλιτεχνικών εγκαταστάσεων στις μικρές αγροτικές κοινότητες. Αυτές οι παρατηρήσεις τον οδήγησαν να αναπτύξει την ιδέα της Κηπούπολης. Ο σκοπός ήταν να δημιουργηθεί ένα περιβάλλον διαβίωσης που να συνδυάζει τα οφέλη της εξοχής με τα οφέλη της πόλης, αντισταθμίζοντας τα αρνητικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα και των δύο. Μια Κηπούπολη θα είχε ευρύχωρες λεωφόρους, που θα απλώνονται ακτινωτά έξω από το κέντρο. Τα σπίτια θα ήταν υψηλής ποιότητας, αλλά οικονομικά και προσιτά, και θα είχαν αρκετά μεγάλους κήπους στους οποίους οι άνθρωποι θα μπορούσαν, παραδείγματος χάριν, να καλλιεργούν τα λαχανικά τους. Επιπλέον, θα περιοριζόταν σε μέγεθος και θα περιβαλλόταν από μια ζώνη ακαλλιέργητου εδάφους. Θεώρησε ότι τέτοιες πόλεις θα ήταν το τέλειο μίγμα πόλης και φύσης. Θα τις διαχειριζόντουσαν και χρηματοδοτούσαν οι ίδιοι οι πολίτες τους, καθώς θα είχαν το οικονομικό συμφέρον να το κάνουν κάτι τέτοιο. Ισχυροί υποστηρικτές και χρηματοδότες επέτρεψαν να βρει η ιδέα του Howard την πρώτη υλοποίησή της το 1903, ως η Κηπούπολη Letchworth στο Hertfordshire στην Αγγλία.

Μετά από το τέλος του πρώτου παγκοσμίου πολέμου, η ιδέα άρχισε πραγματικά να παίρνει σάρκα και οστά και μπορούμε να βρούμε παραδείγματα προαστίων που χτίστηκαν μ’ αυτό τον τρόπο στην Kapyla του Ελσίνκι (Φινλανδία), στην Orechovka της Πράγα (Τσεχία) και στο Denenchofu του Τόκιο (Ιαπωνία), ενώ η περιοχή Colonel Light Gardens στην Αδελαΐδα θεωρείται ως το πληρέστερο και πλέον αντιπροσωπευτικό παράδειγμα ενός κηπο-προαστίου στην Αυστραλία.

Όμως, μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, πολλά συγκροτήματα κατοικιών, ιδιαίτερα στην Αμερική, προσέλαβαν τη μορφή άτακτης αστικής εξάπλωσης. Σημαντικά χαρακτηριστικά αυτού είναι η ασυνέχεια της κοινότητας, καθώς αυξάνεται η απόσταση μεταξύ του σπιτιού και της εργασίας, και η τεράστια εξάρτηση από το αυτοκίνητο. Έτσι δεν εκπλήσσει το γεγονός ότι από τη δεκαετία του ‘60 και μετά σημειώνεται η τάση για απομάκρυνση από την δυσλειτουργική και άναρχη εξάπλωση προς ένα νέο όραμα για την αστική κατοικία.

Ο επενδυτής Robert Simon που σχεδίασε και έχτισε την πόλη Reston της Βιρζίνια στις αρχές της δεκαετίας του ‘60, πήρε διάφορα στοιχεία από το κίνημα των κηπουπόλεων, και προέβλεψε χώρους στάθμευσης αυτοκινήτων γύρω από την πόλη καθώς και 30 στρέμματα χώρο στάθμευσης ανά 1.000 κατοίκους. Τα σχέδια του Simon για τη νέα πόλη περιέλαβαν υψηλά πρότυπα δομικής και φυσικής ομορφιάς, καθώς επίσης και ευκαιρίες για να ζει κανείς και να εργάζεται μέσα στην ίδια κοινότητα. Σήμερα το Reston θεωρείται πρότυπο προάστιο ουτοπίας και το κεντρικό πολεοδομικό του σχέδιο είναι ένα μίγμα αστικής δραστηριότητας και ομορφιάς της εξοχής.

Κατόπιν, μετά από μια ακόμη περίοδο λήθαργου, η ιδέα της οικοδόμησης εξιδανικευμένων κοινοτήτων αναγεννήθηκε στις αρχές του 1980 ως «Νέα Πολεοδομία». Αυτό το κίνημα έδωσε έμφαση στις βιώσιμες κοινότητες, όπου θα μπορούσε κανείς να περπατά στους δρόμους και όπου θα γινόταν χρήση μαζικών μέσων μεταφοράς, αλλά και πιο λογική χρήση και επαναχρησιμοποίηση των ήδη υφισταμένων κτιρίων και οικοπέδων. Η πρωτοποριακή εργασία της Jane Jacobs ήταν μια από τις δυνάμεις που έδωσαν το έναυσμα γι αυτό.

Γεννημένη το 1916, μετακινήθηκε προς τη Νέα Υόρκη περί τα μέσα της μεγάλης οικονομικής κρίσης. Σε περιόδους ανεργίας, εξερεύνησε τη Νέα Υόρκη περπατώντας και εντυπωσιάστηκε από τους ρυθμούς και την ποικιλία της ζωής της πόλης. Αργότερα, είπε ότι αυτή η περίοδος στη ζωή της δίδαξε πολλά για το πώς μια πόλη εργάζεται πραγματικά, και για το κοινωνικο-οικονομικό δυναμικό που ακτινοβολεί. Αυτό που αντίκρισε το αντιμετώπισε ως ηλιθιότητα και υπεροψία των αρμοδίων για το σχεδίασμά, καθώς τα μεγαλοπρεπή σχέδια τους επιβάλλονται «από πάνω προς τα κάτω». «Οι πόλεις», είπε, «έχουν την ικανότητα να προσφέρουν κάτι στον καθένα, μόνο εάν κι εφ’ όσον δημιουργούνται από τον καθένα». Η Jane Jacobs είδε τις πόλεις ως οντότητες και οικοσυστήματα διαβίωσης. Είπε ότι με την πάροδο του χρόνου, τα κτίρια, οι οδοί και οι γειτονιές λειτουργούν ως δυναμικοί οργανισμοί, που αλλάζουν αντίστοιχα με το πώς οι άνθρωποι αλληλεπιδρούν μεταξύ τους. Υποστήριξε την αστική ανάπτυξη «μικτής χρήσης» – την αφομοίωση δηλαδή και ένταξη διαφορετικών τύπων οικοδομών και χρήσεων, είτε οικιστικών είτε εμπορικών, παλαιών ή νέων. Σύμφωνα με αυτήν την ιδέα, οι πόλεις εξαρτώνται από την ποικιλομορφία των κτιρίων, κατοικιών, επιχειρήσεων και άλλων μη οικιστικών χρήσεων, καθώς επίσης και των ανθρώπων των διαφορετικών ηλικιών, που χρησιμοποιούν περιοχές των πόλεων σε διαφορετικές στιγμές της ημέρας, δημιουργώντας την κοινοτική ζωτικότητα. Είδε τις πόλεις «οργανικές, αυθόρμητες, και ακατάστατες» και είδε την ανάμειξη των χρήσεων και των χρηστών στης πόλης ως ζωτικής σημασίας για την οικονομική και αστική ανάπτυξη.

Ως προς τη σημασία που έχει η ανάμειξη διαφορετικών τύπων δραστηριοτήτων μέσα στις γειτονιές, η εργασία του Christopher Alexander, συμφωνεί στα περισσότερα σημεία με τη Jane Jacobs, εργασία η οποία έχει οπωσδήποτε μια πνευματική χροιά. Συμφωνεί κι αυτός ότι είναι σημαντικό να παραχωρείται στους ανθρώπους μεγαλύτερος έλεγχος στο σχεδίασμά αυτού που χτίζεται στη γειτονιά τους. Πράγματι, η θεωρία του περί αστικού σχεδιασμού,1 στην οποία κατέληξε μέσω συνεργασίας με τους συναδέλφους του και ελέγχεται σε προσομοίωση από τους φοιτητές του, ασχολείται κυρίως με την διαδικασία της εξυγίανσης των κοινοτήτων, έτσι ώστε κάθε κτίριο και κάθε ανοιχτός χώρος να έχουν μια θετική συμβολή για το σύνολο της κοινότητας. Η θεωρία του επομένως αμφισβητεί τους υπάρχοντες τρόπους, κατά τους οποίους λειτουργεί αυτήν την περίοδο ο χωρισμός σε ζώνες, ο σχεδιασμός, τα οικονομικά μεγέθη και η ιδιοκτησία του εδάφους, και ενδιαφέρεται απόλυτα για τη δημιουργία ορθών ανθρώπινων σχέσεων. Το μεγάλο του έργο, το τετράτομο The Nature of Order (Η Φύση της Τάξης),2 παρέχει μια μεταφυσική και ηθική αιτιολόγηση για αυτή την προσέγγιση, μαζί με ένα πλήθος παραδειγμάτων πόλεων, κτιρίων και αντικειμένων που παρουσιάζουν αυτήν την ιδιότητα πληρότητας και εξυγίανσης, μια ιδιότητα την οποία ο ίδιος θεωρεί ως την ίδια τη ζωή. Ένα κεντρικό θέμα στην εργασία του είναι ότι τα κτίρια και οι εγκαταστάσεις πρέπει να ξεδιπλώνονται σε ανταπόκριση, και σε στενή σχέση με ό,τι τα περιβάλλει. Αυτή η ιδέα του ξεδιπλώματος, του σεβασμού του εσωτερικού «εαυτού» της εγκατάστασης, κτιρίου ή αντικειμένου, μπορεί να συγκριθεί με τον τρόπο με τον οποίο η ψυχή χτίζει το εξωτερικό άτομο, από μέσα προς τα έξω. Έχει την άποψη ότι η σύγχρονη ανάπτυξη έχει την τάση να τυποποιεί τις προδιαγραφές των κτιρίων και των εγκαταστάσεων πάρα πολύ νωρίς και με πολλές λεπτομέρειες, κάτι που αποκλείει τα φυσιολογικά απρόβλεπτα που φέρνει και συνοδεύουν τη ζωή. Μάλιστα σημειώνει ότι «αυτή καθαυτή η ιδέα των εικόνων προτύπων πόλεων, ή πολεοδομικών σχεδίων, και η καθαυτή δραστηριότητα βάσει της ιδέας του σχεδιασμού πόλεων, έρχεται εξ ορισμού σε αντίστιξη και διαφωνία με την ιδέα του ξεδιπλώματος της ζωής, και σε αντιπαράθεση με την ιδέα ότι το ίδιο το έδαφος, ο τόπος, προσδίδει μορφή στην πόλη βαθμιαία, και με δική του συναίνεση, ως μια δική του φυσική προέκταση.

Η οπτική του Alexander έρχεται σε άμεση αντίθεση με τις παλαιές μεγαλοπρεπείς ιδέες, τις οποίες συνεχίζουν να υποστηρίζουν διάφορα ισχυρά συμφέροντα και κυβερνήσεις. Τις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες έχουν σχεδιαστεί και κατασκευαστεί διάφορες νέες πόλεις σε προηγουμένως κενές περιοχές, και θα ήταν αρκετά διδακτικό αν εξετάζαμε δύο από αυτές τις περιπτώσεις, για να δούμε πού προκύπτουν τα προβλήματα.

ΜΠΡΑΖΙΛΙΑ

Το 1954, όταν εκλέχτηκε Πρόεδρος ο Juscelino Kubitschek de Oliveira, αποφάσισε να προβεί στο σχεδίασμά και την κατασκευή μιας νέας πρωτεύουσας για τη Βραζιλία. Η πόλη χτίστηκε με σκοπό να στεγάσει 600.000 ανθρώπους, κυρίως σε μεγάλα συγκροτήματα, δηλαδή μεγάλες πολυκατοικίες, πολεοδομικά ομαδοποιημένα με εξαιρετική τάξη. Κάθε ομάδα τεσσάρων πολυκατοικιών αναμένονταν να λειτουργεί ως ξεχωριστή γειτονιά, με εκκλησία, γυμνάσιο, σινεμά, λέσχη νέων και χώρους αναψυχής, δημιουργώντας έτσι την αίσθηση μιας κοινότητας, καθιστώντας ταυτόχρονα την ανάγκη για χρήση αυτοκινήτου περιττή. Τα κτίρια είχαν ύψος έξι ορόφων, έτσι ώστε, τουλάχιστον θεωρητικά, μια μητέρα θα μπορούσε να φωνάζει το παιδί της που βρίσκονταν κάτω. Ανάμεσα στις πολυκατοικίες υπήρχαν χαμηλότερα κτίρια για εμπορικές επιχειρήσεις. Η πιο σημαντική διάσταση ίσως αυτών των πολυκατοικιών ήταν ότι σκοπό είχαν να προσδίδουν ισότητα, δηλαδή να επιτρέπουν σε ανθρώπους κάθε κοινωνικοοικονομικής προέλευσης να ζουν μαζί και να αλληλεπιδρούν σε προσωπικό και μη ταξικό επίπεδο. Κατασκευάστηκε επίσης ένα πυκνό δίκτυο αυτοκινητοδρόμων για να προσφέρει τη δυνατότητα πρόσβασης στη Μπραζίλια από κάθε περιοχή της Βραζιλίας.

Όμως όλοι συμφωνούν πια ότι η Μπραζίλια δεν κατέληξε παρά σε αποτυχία. Δεν εκτιμάται ούτε από τους κατοίκους της, ούτε κι από τους άλλους βραζιλιάνους. Σημειώνεται πάρα πολύ χαμηλή αλληλεπίδραση στις περιοχές των πολυκατοικιών, καθώς δεν υπάρχουν άνετοι χώροι συναντήσεων. Η πόλη, καθώς σχεδιάστηκε για την απρόσκοπτη κυκλοφορία μοτοποδηλάτων, δε διαθέτει τις παραδοσιακές γωνίες των δρόμων. Υπάρχουν ελάχιστες ευκαιρίες για τους ανθρώπους να διασχίσουν την πόλη με τα πόδια, γιατί η πόλη διαθέτει μόνο τεράστιους αυτοκινητόδρομους, οι οποίοι είναι εξαιρετικά επικίνδυνοι για τους πεζούς. Εκτιμάται ότι τουλάχιστον ένα άτομο βρίσκει το θάνατο κάθε βδομάδα στην προσπάθειά του να διασχίσει αυτούς τους αυτοκινητόδρομους, αυξάνοντας έτσι τα ποσοστά των ατυχημάτων πέντε φορές σε σύγκριση με τη Βόρεια Αμερική.

Η Μπραζίλια είναι αντιπροσωπευτικό δείγμα της αποτυχίας της νεωτεριστικής αντίληψης, κατά την οποία μια ιδανική πόλη μπορεί να διαμορφώσει μια ιδανική κοινωνία. Όπως γράφει ο Paul Forster στο Capital of Dreams (Ονειρεμένη Πρωτεύουσα), «...ενδεχομένως αν ελάμβαναν υπόψη αυτό που έγραφε ο Frank Lloyd Wright, το 1932, ότι δηλαδή ‘οι αρχιτεκτονικές αξίες πρέπει να είναι ανθρώπινες αξίες γιατί διαφορετικά δεν έχουν αξία’, η πόλη θα προσανατολιζόταν περισσότερο στο να εξασφαλίζει ευχάριστη διαβίωση και όχι μόνο αποτελεσματικότητα στην εργασία».

ΑΜΠΙΤΖΑ

Μια ακόμη πόλη που χτίστηκε σύμφωνα με τη νεωτεριστική αντίληψη, είναι το Αμπιτζά της Νιγηρίας, που σχεδιάστηκε και ολοκληρώθηκε τα τελευταία 30 χρόνια. Ένας Νιγηριανός συνεργάτης γράφει: «Η Αμπιτζά είναι πραγματικά μια καλοσχεδιασμένη και όμορφη πόλη, με πολύ καλό οδικό δίκτυο, εντυπωσιακά συγκροτήματα γραφείων και ξενοδοχεία παγκοσμίου επιπέδου. Δυστυχώς όμως υπάρχουν οι μόνιμες ισχυρές ανισότητες. Η πόλη καθ’ αυτή προσφέρει κατοικήσιμες περιοχές για τους υψηλόβαθμους κυβερνητικούς υπαλλήλους και τους εύπορους άνδρες και γυναίκες, αλλά είναι απλησίαστη για την πλειονότητα των εργατών. Αυτοί διαθέτουν τα μέσα μόνο για μια ζωή στα προάστια, ακόμη και 40 μίλια μακριά από το σημείο εργασίας τους, προς το οποίο μεταβαίνουν καθημερινά. Όπως μπορεί κανείς να φανταστεί, οι δρόμοι και οι υπόλοιπες ανέσεις της ζωής στις περιοχές εκτός της πόλης δεν μπορούν σε καμία περίπτωση να συγκριθούν με εκείνες της πόλης Αμπιτζά και τα κυκλοφοριακά προβλήματα κατά τη διάρκεια των ωρών αιχμής, κάθε πρωί και απόγευμα, είναι εξαιρετικά απογοητευτικά». Και πάλι εδώ βλέπουμε ότι δίνεται αποκλειστική προτεραιότητα στο αυτοκίνητο και τα μνημειώδη κτίρια, και όχι στις συνθήκες της ανθρώπινης διαβίωσης.

ΜΕΛΛΟΝΤΙΚΕΣ ΤΑΣΕΙΣ

Στα εκατό χρόνια του εικοστού αιώνα η ανθρωπότητα αρχικά ανέπτυξε την ιδέα της πόλης - κήπου και μετά παρέκκλινε στον εφιάλτη γιγαντιαίων οικοδομικών τετραγώνων, των κατακερματισμένων πόλεων, στις φρικτές σοβιετικού τύπου πολυκατοικίες, στην αυθαίρετη καπιταλιστική δόμηση, στην απανθρωπιά και μαζοποίηση των ουρανοξυστών. Έχει πια ολοκληρωθεί ο κύκλος και για μια ακόμη φορά αναθεωρούμε και ανατρέχουμε στις ιδέες κάποιων παλαιότερων οραματιστών, που δίνουν έμφαση στην κοινότητα και στο σεβασμό του περιβάλλοντος. Το κάνουμε αυτή τη φορά για λόγους οικονομικούς, κοινωνικούς και εξαιτίας των περιβαλλοντικών αναγκών - το νέο παράγοντα που τελευταία συμπληρώνει το φάσμα του προβληματισμού για την πόλη. Χρειάζεται επειγόντως να κάνουμε το περιβάλλον μας παντού, όσο το δυνατό πιο ανεκτό. Ένα αποτέλεσμα είναι η σκέψη των οικολογικών πόλεων. Όπως σημειώνει ο Richard Register: «...Η πόλη δηλαδή έχει σχέση μονάχα με τους ανθρώπους και με την αυτοαναφορά τους και στερείται κάθε σχέσης με τον έξω κόσμο; Ίσως να αντιληφθήκαμε αρκετά αργά ότι έχουμε εξορίσει τη φύση από την εμπειρία μας μέσα στις πόλεις. Γιατί να γίνει αυτή η κλιματική αλλαγή και γιατί να πηγαίνουμε για ενεργειακή κρίση που απειλείται από την εξάντληση όλων των κοιτασμάτων πετρελαίου που σχημάτισε ο πλανήτης τα τελευταία 200 εκατομμύρια χρόνια; Περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, διότι όταν χτίζαμε τις πόλεις μας, ξεχάσαμε τη φύση».

1.A New Theory of Urban Design (Μια Νέα Θεωρία Αστικού Σχεδιασμού), Christopher Alexander, Hajo Neis, Artemis Anninou and Ingrid King. OUP, 1987.

2.The Nature of Order (Η Φύση της Τάξης), Christopher Alexander. Κέντρο για τη Δόμηση του Περιβάλλοντος, 2005.

ΜΕΙΝΕΤΕ ΣΕ ΕΠΑΦΗ

Παγκόσμια Καλή Θέληση στα Κοινωνικά Δίκτυα